- νικώ
- και ανικώ, -άω (ΑΜ νικῶ, -άω, Α ιων. τ. νικέω, αιολ.-δωρ. τ. νίκημι)1. καταβάλλω κάποιον σε μάχη, μονομαχία ή άλλη αναμέτρηση, βγαίνω νικητής, υπερισχύω σε μάχη ή αγώνα υλικό, πνευματικό ή ηθικό2. (γενικά) καθυποτάσσω, επιβάλλομαι (α. «κάλλει ἐνίκα», Ομ. Ιλ.β. «πᾱσαν ἀρετήν νενικηκώς», Πλάτ.)3. (για γνώμη) υπερτερώ, επικρατώ («βουλή δὲ κακή νίκησεν», Ομ. Οδ.)4. μτφ. καταστέλλω, δαμάζω, υπερνικώ («μὴ φόβος σε νικάτω φρένας», Αισχύλ.)5. φρ. «ἐν τούτῳ νίκα» — φράση γραμμένη πάνω σε σταυρό, την οποία, κατά τον θρύλο, είδε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 312 μ.Χ. στον ουρανό κατά την εκστρατεία του εναντίον τού Μαγεντίουνεοελλ.-μσν.1. κερδίζω κάτι ως έπαθλο νίκης2. (για ερωτ. υπόθεση) κυριεύω, γοητεύω, κατακτώ3. (η προστ. ενεστ. ενάρθρως) βλ. νίκαμσν.1. μέσ. νικώμαι, -άομαιαποτυγχάνω, αδυνατώ2. φρ. α) «νικῶ ἔρωτα» — ικανοποιώ την ερωτική επιθυμία κάποιουβ) «λαγχάνω τὴν νικῶσαν» ή «λαμβάνω τὴν νικῶσαν» — είμαι νικητής3. (η μτχ. τού παθ. παρακμ.) νικημένοςνικητήςαρχ.1. ασκώ επίδραση («νικᾷ γὰρ ἀρετή με τῆς ἔχθρας πολύ», Σοφ.)2. (συν. σε απρόσ. έκφραση) νικᾷεγκρίνεται, αποφασίζεται, υπερισχύει («τέλος γε μέντοι δεῡρ' ἐνίκησε μολεῑν», Σοφ.)3. παθ. είμαι κατώτερος, ηττώμαι, καταβάλλομαι από κάποιον4. φρ. α) «νικῶ τὴν δίκην» — κερδίζω τη δίκηβ) «νικῶ Ὀλύμπια» — είμαι νικητής στους Ολυμπιακούς Αγώνεςγ) «πολὺ νικῶ» — νικώ οριστικάδ) «νικῶ πᾱσι τοῑς κριταῑς» ή «ἑνὶ κριτῇ» — νικώ κατά τη γνώμη όλων τών κριτών ή κατά πλειοψηφία ενός.[ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη*].
Dictionary of Greek. 2013.